Ένα καΐκι από τη Μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη ήρθε ο Μιχαήλ Σαπουντζόγλου στην Καλαμάτα το 1922. Ψαράς στη Θάλασσα του Μαρμαρά ήταν. Το μόνο που πήρε μαζί του στην Ελλάδα ήταν ο μπιγιαντές του, το καΐκι του. Από το ψάρεμα, ανάστησε το γιο και τις τρεις κόρες του, στα προσφυγικά της Ανάληψης. Δεκαέξι πεζότρατες λέγεται πως έφτασαν στην Καλαμάτα, μετά τη...
Ένα καΐκι από τη Μικρασιατική καταστροφή
Πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη ήρθε ο Μιχαήλ Σαπουντζόγλου στην Καλαμάτα το 1922. Ψαράς στη Θάλασσα του Μαρμαρά ήταν. Το μόνο που πήρε μαζί του στην Ελλάδα ήταν ο μπιγιαντές του, το καΐκι του. Από το ψάρεμα, ανάστησε το γιο και τις τρεις κόρες του, στα προσφυγικά της Ανάληψης. Δεκαέξι πεζότρατες λέγεται πως έφτασαν στην Καλαμάτα, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μόνο μία σώζεται. Ο μπιγιαντές του Σαπουντζόγλου. Σήμερα, περιμένει τη σειρά του για την «απόσυρση», την ολική καταστροφή του, «παροπλισμένος» στο καρνάγιο της Μαρίνας.
Γεννημένος στην παραγκούπολη που στήθηκε για να «φιλοξενήσει» τους πρόσφυγες στην Ανατολική Παραλία Καλαμάτας, ο γιος του Μιχαήλ, Γεώργιος Σαπουντζόγλου, είναι σήμερα 84 ετών. Παραπάνω από πενήντα χρόνια ψαράς, πάντα με τον οικογενειακό μπιγιαντέ, διένυσε την ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα, είδε μεγάλες φτώχειες, έζησε τεράστιες αλλαγές στη δουλειά του, μόχθησε στη θάλασσα. Τα χρήματα που θα λάβει από την απόσυρση, αν αυτή εγκριθεί, θα είναι για αυτόν μια ανάσα. Δεν παραβλέπει, ωστόσο, την ιστορική αξία του σκαριού του.
«Αυτό το καΐκι είναι μοναδικό», μου είπε όταν τον συνάντησα στο ναυπηγείο του Ευάγγελου Πασχάλη. «Σήμερα, δεν υπάρχει άλλο τέτοιο στην Ελλάδα. Πρώτα υπήρχαν πολλά. Τώρα, όμως, τέτοια σκαριά δύσκολα βρίσκεις».
«Εμένα και οι δυο γονείς μου από την Κωνσταντινούπολη ήταν», θυμάται ο μπαρμπα-Γιώργης, «καπετάνιο» τον αποκαλούν οι φίλοι. «Πρόσφυγες έφυγαν. Ερχόμενοι στην Ελλάδα, τα βρήκαν σκούρα. Στην παραλία ήταν το πρώτο μας σπίτι. Τι σπίτι δηλαδή; Εκατόν είκοσι παράγκες είχαν στήσει κάτω από την Ανάληψη. Για να ζήσουμε έφερε το καΐκι από την Πόλη ο πατέρας. Με το καράβι που τους μετέφερε ως πρόσφυγες, μαζί έφεραν και το σκαρί. Ψαράς ήταν, ψαράς έμεινε».
«Από τότε που γεννήθηκα, κι εγώ ψαράς είμαι», συνεχίζει. «Από παιδί. Δεν έπαιρνα τα γράμματα και βγήκα στη θάλασσα. Τώρα, έχω να βγω χρόνια. Τον τελευταίο χρόνο το έβγαλα και το καΐκι στη στεριά. Τώρα θα το πάρουνε να το σπάσουνε. Πάει για απόσυρση. Ποιος να τραβήξει δίχτυα σήμερα και ποιος να ζήσει από το ψάρεμα; Δεν πάει κανένας. Νέοι δεν μπαίνουν στη θάλασσα, οι παλιοί φεύγουμε από τη ζωή, το ψάρεμα θα το πάρουν οι εταιρείες».
«Μαρτύριο», απαντά όταν τον ρωτάω για τη ζωή του ψαρά. Ο Γεώργιος Σαπουντζόγλου έμαθε σε παλιές τεχνικές ψαρέματος και έτσι πορεύθηκε. Όλα με τα χέρια, με πεζότρατες τραβούσαν τα δίχτυα από τη στεριά ή ψάρευαν με καλαμωτά.
«Να είμαστε με γυμνά πόδια, κρύο, στην άμμο και να τρίζει η άμμος και να τραβάμε. Να τρίβουμε τα χέρια μας να τα ζεστάνουμε. Τραβάγαμε τα δίχτυα με το σώμα, σαν γαϊδούρια. Και δωσ' του κρύο. Καμιά φορά λες ότι είναι κατάρα. Δύσκολη δουλειά και λίγα τα λεφτά. Γι' αυτό δε θα συμβούλευα τους νέους να την ακολουθήσουν», λέει.
«Ο γιος μου όταν ήταν μικρός ερχόταν κοντά, τον έπαιρνα», εξακολουθεί. «Ακολούθησε τη δική του πορεία, αλλά στη θάλασσα έμεινε. Είναι καπετάνιος στα καράβια».
«Περάσαμε μεγάλες φτώχειες», λέει ο μπαρμπα - Γιώργης. «Γι' αυτό και δε βλέπω τόσο δύσκολα αυτά με την κρίση που λένε, γιατί έχουμε περάσει πείνα, ανέχεια, απελπισία. Οι παλιοί μπορούμε να επιβιώσουμε, οι νέοι έχουν το πρόβλημα».
Θυμάται εποχές που ο Μεσσηνιακός κόλπος ήταν γεμάτος ψάρια
«Ψάρι είχε πολύ ο Μεσσηνιακός κόλπος, τώρα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Τότε υπήρχε ψάρι, αλλά δεν είχε τιμή. Σήμερα που έχει τιμή δεν έχει ψάρι».
Θυμάται εποχές που ουρές περίμεναν οι καπεταναίοι στο καρνάγιο του Πασχάλη για να φτιάξουν καινούρια σκάφη. Το επιβεβαιώνει ο Ευάγγελος Πασχάλης, εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς του επώνυμου ναυπηγείου.
«Υπήρξαν εποχές στο ναυπηγείο που τους διώχναμε τους πελάτες», λέει ο Ευάγγελος Πασχάλης. «Δεν προλαβαίναμε να κατασκευάζουμε σκάφη. Πλέον, σπάνια μας ζητάνε να φτιάξουμε σκάφος. Ένα μικρό, ερασιτεχνικό, για βόλτες ήταν το τελευταίο που φτιάξαμε. Νέοι δεν μπαίνουν πια στη θάλασσα. Το καρνάγιο είναι ένα επάγγελμα που σβήνει. Αυτή η ναυτική τέχνη, η ναυτική παράδοση, η ναυπηγική σβήνει. Τα κλασικά σκάφη τα ελληνικά, με μακρά ιστορία μέχρι πρόσφατα, σύντομα θα πάψουν να υπάρχουν».
«Αν εγκριθεί η αίτηση του μπάρμπα - Γιώργη για απόσυρση, θα πάρει γύρω στις 10.000-15.000 ευρώ, για να καταστραφεί το καΐκι και να παραδοθεί η άδεια. Οι αποσύρσεις γίνονται βάσει χωρητικότητας του σκάφους. Το συγκεκριμένο σκαρί έχει μήκος 8 μέτρα, αλλά είναι στενό και κοντό και η χωρητικότητά του είναι μικρή. Δεν είναι τρομερά τα λεφτά της απόσυρσης, αλλά εφόσον δεν έχει άλλον τρόπο να συνεχίσει, για τον ψαρά είναι μια σημαντική βοήθεια».
Για ένα σκαρί που επέζησε της Μικρασιατικής Καταστροφής, φορέα της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και της ιστορίας της αλιείας, το ποσό είναι μάλλον μηδαμινό. Διόλου απαγορευτικό, ακόμη και στους χαλεπούς καιρούς της οικονομικής κρίσης, για το φορέα που –ίσως- αποφασίσει να το σώσει από τη διάλυση και να του δώσει τη μουσειακή θέση που του αξίζει.
Πηγή:
Το παρών άρθρο αναδημοσιεύεται από τη διεύθυνση: http://stamos-dynami.blogspot.gr/2011/10/27-2011.html