Πάει καιρός που στο βιβλίο του Κοτσοβίλλη «Περί εξαρτισμού των πλοίων» διάβασα για την ιστιοφορία που επιγράφεται ως Μπελού ή Σακκουλέβα και δίδεται περιγραφικά η εικόνα, όπου ένα σκάφος φέρει ιστιοφορία σακκολέφης (ιστίο) και φλόκο, αλλά με διαφορές. Δηλαδή, το «μεγάλο πανί της Μπελούς» δεν μοιάζει με το συνηθισμένο πανί σακκολέβας, αλλά είναι μεγαλύτερο και φθάνει μέχρι το κοράκι της πλώρης. Επιπλέον η ιστιοφορία της Μπελούς δεν έχει σταύρωση και φέρει μία «μετζάνα» αλλά όχι επάνω σε ιστό. Όπως γράφει, αυτό το τριγωνικό σε σχήμα πανί, «τοποθετείται» στην τσούντα της αντένας. «Τοποθετείται»… όχι και τόσο συνηθισμένη λέξη για ναυτικό κείμενο.
Το θέμα μου κέντρισε το ενδιαφέρον και αποφάσισα μία (ερασιτεχνική) έρευνα, ξεκινώντας αρχικά από την αναζήτηση της λέξης-όρου «Μπελού» στα ναυτικά λεξικά και βιβλία που διαθέτω.
Έτσι βρήκα τις παρακάτω καταγραφές.
Α. Στο πολύγλωσσο ναυτικό λεξικό GLOSSAIRE NAUTIQUE του 1848, στη σελίδα 1023 μετά από την μετάφραση την οποία παραθέτω ακριβώς ως η μόνη τόσο περιγραφική, στην λέξη Μπελού αναφέρει:
Belou: Ελληνική, Βουλγαρική, (άγνωστη προέλευση ίσως από το περσικό-τουρκικό "belous" ουσιαστικό και επίθετο που σημαίνει πονηρό ή παραπλανητικό.) Στο σκάφος «belou» που κατασκευάζεται για την Λιμενική αστυνομία και προορίζεται για να αιφνιδιάζει τους πειρατές , ο όρος εξαπάτηση-παραπλάνηση θα ταίριαζε απόλυτα.
Το σκάφους που λίγο διαφέρει από κανονιέρα έχει μήκος περίπου 50 (γαλλικά) πόδια και 10 πλάτος. Η ιστιοφορία του αποτελείται από τρεις μονοκόμματους ιστούς, τα δε πανιά του είναι ψάθες όπως αυτά των luggers, longboats, κλπ.
Σε κάθε πλευρά, υπάρχουν οκτώ ή δέκα κουπιά. Ο δε οπλισμός τους αποτελείται από ένα πυροβόλο όπλο τοποθετημένο εμπρός προς την κατεύθυνση του μπαστουνιού των φλόκων, ανάμεσα σε δύο ιππότες (μάλλον εννοεί μπίντες) που ονομάζονται Μουσλούχια και οι οποίοι χρησιμεύουν ως θύρα όπλου (gun port = πολεμίστρα).
Το παραπέτο στην belou εκτείνεται πίσω από την πρύμνη έτσι και σχηματίζει μια πτέρυγα σε κάθε πλευρά, που ονομάζεται Τσιαβράκια. Το σκάφος Belou δεν χρησιμοποιείται πλέον.
Από όλα τα παραπάνω περιορίζομαι στους τρεις μονοκόμματους ιστούς και τα πανιά ψάθες. Επίσης το ότι δεν χρησιμοποιείται πλέον καθιστά σαφές ότι κάθε άλλη μεταγενέστερη χρονικά εμφάνιση-απόδοση του όρου σε σκάφος, ΔΕΝ περιγράφει-χαρακτηρίζει το ίδιο αρχικό.
Β. Στο βιβλίο Ονοματολόγιο Ναυτικόν του 1884 (Εθν. Τυπογραφίου), στην θέση λέξεων 1381 βρίσκω την καταγραφή:
Η λιβυρνίς-Le chebek-la peiche-η μπελού-xebec
Γ. Στο βιβλίο Ονοματολόγιον Ιστιοφόρων 1890 (Κανελλοπούλου), στην σελίδα 146 βρίσκω την καταγραφή:
Η λιβυρνίς ή Μπελλού, la peniche πλοίον πολεμικόν κωπήρες και ιστιοφόρον συνάμα, έχον προς πρώραν έν μικρό πυροβόλον και εξοπλισμένον δια δύο λατινιών.
Από τις δύο παραπάνω κοντινές χρονικά περιγραφές (1884-1890) συνοψίζω την καταγραφή Λιβυρνίς – Chebek (ίδιο με xebec-zebec-zebecque-shebeck-Σιαμπέκο)- Peniche- και Μπελλού.
α. Για την Λιβυρνίς στην wikipedia διαβάζω ότι ήταν τύπος ελαφρού και ταχέως πολεμικού πλοίου κατά την αρχαιότητα και ότι η ονομασία αναβίωσε τον 19ο αιώνα στο νεοσύστατο Ελληνικό ναυτικό, όπου αποδόθηκε σε μικρά ταχύπλοα με ιστιοφορία, τύπου Μπελλούς ή Μύστικου. Στα προσβάσιμα Γενικά αρχεία του Κράτους («http://arxeiomnimon.gak.gr/») και μετά την αναζήτηση του λήματος «Βελλούς», μπόρεσα να δώ μόνο στοιχεία ονομασίας, οπλισμού και πληρώματος για μερικές από τις «Μπελλούδες» του Ελ.Πολ. Ναυτικού της εποχής.
β. Το λήμμα Σιαμπέκο στην wikipedia, με στέλνει στο Ελληνικό Μύστικο όπου μεταξύ άλλων διαβάζω ότι γενικότερα τα ονόματα γαλιότες, μύστικα και ζεμπέκια χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές για κάθε ελαφρύ και ευέλικτο πλοίο. Επίσης, ότι τα Μύστικα της εποχής του 1821 ήταν μικρά ιστιοφόρα είχαν τρεις ιστούς, με μεγάλα λατινοειδή ή τραπεζοειδή ιστία.
γ. Για το Peniche η wikipedia παραπέμπει σε Βελγικό ποταμόπλοιο νεότερων χρόνων! Σκέφτομαι μάλλον ότι έχουν και οι Ξένοι τα μπερδέματα τους… οπότε ανατρέχω στο λεξικό «DICTIONNAIRE DE MARINE» του 1831 (Vice-Amiral WILLAUMEZ), όπου στην σελίδα του 451, αναφέρει πως ήταν ένα μικρό σκάφος κωπήλατο ή και με πανιά, με δύο χρήσεις. Είτε ως αποβατηγό στρατευμάτων, είτε ως σκάφος ακτοφυλακής εξοπλισμένο με ένα κανόνι. Αλλά όπως φαίνεται και στην συλλογή σχεδίων «Souvenirs de marine» (Admiral Paris), μάλλον την αρχική Μπελού περιγράφει. Το λεξικό δεν αναφέρει το λήμμα, Μπελού.
Πάλι όμως δεν βγάζω συμπέρασμα που να με οδηγεί έστω σε κάποια από τις ιστιοφορίες που περιγράφονται σε νεότερη βιβλιογραφία, παρά μόνο ότι το όνομα-όρος Μπελού ξαναχρησιμοποιήθηκε μετά τα μέσα του 19ου αιώνα για να περιγράψει ταχύπλοα και ευέλικτα σκάφη με κοινά στοιχεία την ιστιοφορία, των τριών ιστών και των ιστίων σε μορφή λατινιού ή ψάθας.
Αλλά ας δω τι μπορώ να βρω στον 20ο αιώνα.
Δ. Στο ευρετήριο του βιβλίου του Κοτσοβίλη του 1919, δίδεται η εξήγηση Μπελού=Σακκολέφη. Την ίδια όμως εξήγηση δίδει και για το Τσιρνίκι
Ε. Στο βιβλίο Πλοία ιστιοφόρα και κωπήρη εμπορικά και πολεμικά των οποίων οι τύποι εξέλιπον ήδη κατά το πλείστον του 1946 (Ακαδημαϊκού Δ. Πασχάλη), διαβάζω ότι «Μπελού=Λιβυρνίς πιθανώς εκ του Τουρκικού Βελλού (λεπτό κι ευκίνητο) μικρό ιστιοφόρο πλοιάριο ή μάλλον μεγάλη ιστιοφόρος λέμβος χρησιμοποιούμενη στις Κυκλάδες. Το είδος αυτό των πλοιαρίων είναι λίαν σύνηθες εις την Μύκονον, εξ’ ού και οι άλλοι νησιώται ονομάζουν τους Μυκόνιους Μπελλούδες» Και καταλήγει ότι, αυτά τα σκάφη ως ικανά σε θαλασσοταραχή και ευσταθή, εχρησιμοποιούντο εξοπλισμένα στον αγώνα (1821) ως αγγελιαφόροι και δια πάσης φύσεως εργασίες.
Αναρωτιέμαι μετά τις παραπάνω καταγραφές, τελικά τι σημαίνει η λέξη ή ο χαρακτηρισμός Μπελού. Το 1848 σήμαινε το πονηρό - παραπλανητικό και το 1946 το λεπτό - ευκίνητο. Δεν ξέρω ποια ήταν η λέξη από το Αραβικής τότε γραφής Οθωμανικό λεξιλόγιο (1848), που μεταφράσθηκε σε belous, για το πονηρό – παραπλανητικό, αλλά στα σύγχρονα Τουρκικά δεν βρήκα κάτι σχετικό, ούτε και για το λεπτό κι ευκίνητο. Θα μπορούσαν και οι δύο αποδόσεις - χαρακτηρισμοί να προέρχονται ανά περίπτωση από το Λατινικό Bellum (=πόλεμος) και το Bellus (=όμορφος) (Ιταλικά: Bella).
Τέλος, να υποθέσω ότι οι Μυκόνιοι αποκαλούνται «Μπελλούδες» λόγω ικανοτήτων δρομέως, ή περιπαικτικά γιατί παρά τις ικανότητες του σκάφους και το προσωνύμιο, αυτά εχρησιμοποιούντο για κάθε είδους αγγαρεία.
...συνεχίζοντας την έρευνα στην βιβλιοθήκη μου.
ΣΤ. Στο βιβλίο «Οι κοινοί Ναυτικοί μας όροι και αι Ρωμανικαί γλώσσαι» του 1954 (Σεγδίτσα), δεν αναφέρεται λήμμα για την Μπελού, αλλά στην σελίδα 95 επιβεβαιώνει ότι Σαμπέκο-Σιαμπέκι είναι η Λιβυρνίς.
Ζ. Στο βιβλίο «Έρευνα επί των ναυπηγικών δεδομένων των Ελληνικού τύπου σκαφών» του 1969 (Αντωνίου) στην σελίδα 22 γράφει:
«Μπελού, Μονόστηλο πλοιάριο οξύπρυμνο προσομοιάζον με το Τσερνίκι. Ο μοναδικός ιστός τοποθετείται… άνευ σταυρώσεως. Φέρει διαγώνια αντένα επι της οποίας αναπετάνυται (όμορφη λέξη…) η σακκολέφη (το ιστίο).
«Η σακκολέφη φτάνει συχνάκις μέχρι της πρώρας κατασκευαζομένη ενιαία μετά της αρτεμονίδος (τουρκετίνας). Μεταξύ της πρύμνης και της κεραίας της σακκολέφης αναπετάνυται» –πάλι η όμορφη λέξη και με αναγκάζει να ψάξω την ερμηνεία της = αναπτύσσεται, απλώνεται– « τριγωνικό ιστίο η καλούμενη μετζάνα». Και καταλήγει με τις ικανότητες του σκάφους σε θαλασσοταραχή και τοπική χρήση σε Κυκλάδες και κυρίως Μύκονο.
Εδώ μου κάνει εντύπωση το «Η σακκολέφη (ιστίο) φτάνει συχνάκις μέχρι της πρώρας». Δηλαδή όχι πάντα; και σ’ αυτήν την περίπτωση ποιά ιστία παρέμεναν κατά το μουδάρισμα (απόσυρση) της σακκολέφης λόγω καιρού; Αν δεν υπήρχε φλόκος ή φλόκοι, θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει η τουρκετίνα, όπως δηλαδή στο σκάφος της φωτογραφίας. Θεωρώ λοιπόν ότι αυτό, σε σχέση με την περιγραφή του Κοτσοβίλη, καθορίζει μία δεύτερη εκδοχή ιστιοφορίας Μπελούς.
...συνεχίζοντας στον χρόνο.
Η. Το βιβλίο «Τα Ελληνικά ιστιοφόρα καίκια του 20ου αιώνα» του 1993, στο τμήμα ιστιοφοριών σελίδα 92 (Λεοντίδης) αναφέρεται στην Μπελού σαν ιστιοφορία σακκολέβας που υιοθετήθηκε από τους Μυκόνιους. Η ιστιοφορία αποτελείται από ιστίο σακκολέφης, φλόκους, σταύρωση αλλά και δεύτερο ιστίο με «μετζάνα» ψάθα.
Και πάλι το περίεργο εδώ είναι, γιατί ο γείτονας νησιώτης, Συριανός Κοτσοβίλης, δεν τους μνημονεύει καθόλου?. Γιατί ο γνωστός φωτογράφος-περιηγητής Frederic Boissonnas στο βιβλίο του «Des Cyclades en Crète au gré du vent, Geneva, Boissonnas & Co, 1919», στο ταξίδι του στην Μύκονο και Δήλο αναφέρεται στο Μυκονιάτικο σκάφος του (Με ιστιοφορία σακκολέφη και ψάθα) ως petit caique (μικρό καϊκι) και notre Tartane (η Ταρτάνα μας) και όχι ως Bellou?.
Θ. Τέλος στην διατριβή «Το ναυπηγικό κέντρο της ιστιοφόρου ναυτιλίας 1830-1880» το 2010 του Απόστολου Δελή (ερευνητή του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών), στις σελίδες 211-214 σε σχετικούς πίνακες κατασκευασμένων στην Σύρο σκαφών χαρακτηριζομένων ως Μπελού, καταγράφονται σκάφη με ένα αλλά και με δύο ιστούς, καθώς επίσης και σκάφη που χαρακτηρίζονται ως Μπελού λόγω σχήματος γάστρας και όχι μόνο λόγω ιστιοφορίας. Βέβαια ο συγγραφέας διευκρινίζει πως «ο διαχωρισμός δεν ήταν εύκολος»… αλλά κι αν ισχύει;
Σαν να μην έφτανε το παραπάνω μπέρδεμα, σε μία από τις αναζητήσεις μου προκύπτει μία νέα φωτογραφία του 1911, όπου εικονίζεται ένα σπογγαλιευτικό τρεχαντήρι με ιστιοφορία σακκολέβας, χωρίς φλόκους και με μία σταύρωση αναρτημένη από την τσούντα της αντένας. Σκέφτομαι, τι δαιμόνιοι είναι αυτοί οι Έλληνες. Να μία ακόμη καινοτομία τους.
http://www.photolib.noaa.gov/brs/hfind56.htm (2780)
Έπειτα σκέφτομαι ότι αυτή θα μπορούσε να είναι η ιστιοφορία Μπελούς που περιγράφει ο Κουτσοβίλης. Οι διαφορές σε σχέση με την περιγραφή του, είναι ότι το εικονιζόμενο σκάφος, δεν έχει φλόκο(-ους) και η σακκολέφη του (το ιστίο) δεν εκτείνεται μέχρι το κοράκι της πλώρης, αλλά φέρει τουρκετίνα (αράπη). Όμως στο βιβλίο του ο Αντωνίου, στην περιγραφή της Μπελούς, δεν καταγράφει την επέκταση της σακκολέφης (ιστίου) ως γενικευμένη - επιβεβλημένη. Ακόμη, στην αναρτημένη σταύρωση, το πανί «μετζάνα» είναι τετράγωνο κι όχι τρίγωνο. Θα μπορούσε όμως μια «μετζάνα» να είναι και τετράγωνη;
Στο τέλος του βιβλίου του Κοτσοβίλη στο λεξικό ναυτικών λέξεων, ως μετζάνα καταγράφεται μόνο η απόδοση του όρου σε ιστό (ιστός επιδρόμου) αλλά όχι σε ιστίο (πανί). Αυτό ενδεχομένως δείχνει ότι η ονομασία ως «μετζάνα» του συγκεκριμένου ιστίου στην Μπελού, κι αφού δεν περιγράφει την ύπαρξη δεύτερου ιστού, πιθανότατα να είναι «υιοθετημένη».
Στο πολύγλωσσο λεξικό ναυτικής ορολογίας «Glossair Nautique» στην σελίδα 1004, ως ΜΕΖΑΝΑ –ΜΕΖΖΑΝΑ εξηγείται στην Γαλλική γλώσσα ως «Voile d’artimon» δηλαδή ως πανί του ιστού της πρύμνης (Mizzen-mast). Και ομοίως στην σελίδα 185 ως «artimon» εξηγείται και στα Ελληνικά ως «Πανί Μετζάνα». Δηλαδή η ονομασία του ιστίου (πανιού) δίδεται από την θέση του ιστού επάνω στον οποίο φέρεται και δεν προσδιορίζει το σχήμα του.
Σε ενίσχυση της ασάφειας, για το σχήμα του υπόψη πανιού και την ονομασία του ως «μετζάνα», στο Δ’ μέρος του βιβλίου του «Περί λέμβων», σε περιγραφές του για λέμβους με μετζάνα αυτή είναι τετράγωνη. (Λέμβος ψάθα).
...βρίσκομαι σε έξαψη.
Λεπτολογώντας και αναλύοντας πάλι την περιγραφή του Κοτσοβίλλη, διαβάζω «Το άρμπουρο τοποθετούμε, όπως του Τσερνικιού….», ενώ παρακάτω γράφει «….από την τσούντα της αντένας τοποθετούν ένα τρίγωνο πανί, ονομαζόμενο Μετζάνα». Η διαφορά - μετάβαση του πρώτου πληθυντικού προσώπου σε τρίτο (εμείς - αυτοί) με κάνει να πιστεύω πως η όποια γνώση του γι’ αυτόν τον εξαρτισμό, το τρίγωνο πανί δηλαδή, είτε του έχει μεταφερθεί, είτε αποτελεί περιγραφή κάποιου γραμματέα. Επιπλέον δε στο βιβλίο του, δεν περιγράφει κάπου την κατασκευή (κόψιμο) της μετζάνας, αν και στο μέρος (Γ) περιγραφεί κύρια άλλα και βοηθητικά πανιά.
Επίσης χρησιμοποιείται η λέξη «ονομαζόμενο», γεγονός που κατά την γνώμη μου ενδεχομένως δείχνει πάλι ότι ο γράφων, είτε δεν είναι σίγουρος –αν ήταν θα έγραφε «τοποθετούμε την Μετζάνα»– είτε απλά γράφει ό,τι του έχει μεταφερθεί ή ενδεχομένως υπαγορευθεί.
Αρχίζω ν’ αμφιβάλω και εν μέρει να αμφισβητώ τον Κουτσοβίλη. Αμαρτία… ποιός είμαι; Κι όμως, νά που κάπου επιβεβαιώνομαι. Τουλάχιστον στο ότι, τελικά στο βιβλίο υπήρξαν αρκετές παρεμβάσεις χωρίς να γνωρίζουμε τις πιθανές επιπτώσεις ερμηνείας, απο εμάς τους νεότερους. Όπως στο βιβλίο «Οι κοινοί Ναυτικοί μας όροι και αι Ρωμανικαί γλώσσαι» του 1954 (Σεγδίτσα) στην σελίδα 14, συγκεκριμένα γράφεται: «Ο υιός του συγγραφέως και ο εκδότης αυτού Β. Βεκιαρέλλης αντικατέστησαν κατά την εκτύπωση του συγγράμματος αυτού, πολλούς εκ των υπό του Κοτσοβίλη χρησιμοποιηθέντων όρων δια των καθιερωθέντων υπό του (νέου) Ονοματολογίου».
Δεν έχω όμως τον τρόπο να επιβεβαιώσω ότι η φωτογραφία εικονίζει έστω μία εκδοχή της ιστιοφορίας Μπελούς. Οπότε μένω σε ό,τι έχω και συνεχίζω την ζωή μου χωρίς έξαψη. Αλλά όχι για πολύ.
Αν υπάρχει ένας λόγος που συνεχίζω να περνάω πολλές ώρες ψάχνοντας παλιές φωτογραφίες στο web, είναι γιατί αυτό δεν σταματά ποτέ να με εκπλήσσει. Είχα σχεδόν αποδεχθεί ότι δεν θα μπορούσα να βρω την ιστιοφορία Μπελούς, όπως ακριβώς περιγράφεται από τον Κοτσοβίλη (ή όποιον άλλον στο βιβλίο του) κι αυτό γιατί το να βρεθεί φωτογραφία με αναρτημένη την «μετζάνα» από την αντένα της σακκολέβας, θα έπρεπε είτε αυτή να έχει τραβηχτεί από παραπλέον σκάφος, είτε σε λιμάνι μετά από απόβροχο όπου θα στέγνωνε τα πανιά της. Και οι δύο περιπτώσεις κρίνονται πολύ σπάνιες για την εποχή της. Αλλά αυτή την φορά η έκπληξη μου είναι μεγάλη. Έχω στα χέρια μου, ό,τι πιο κοντινό στην περιγραφή του Κοτσοβίλη για την ιστιοφορίας Μπελούς.
Από το βιβλίο «Fare gli Italiani dell’Egeo:Il Dodecaneso dall’Impero ottomano all’Impero del fascismo» έχω μια φωτογραφία του 1913 που δείχνει ένα σπογγαλιευτικό τρεχαντήρι με ιστιοφορία σακκολεφης και ένα τρίγωνο πανί αναρτημένο από την τσούντα της αντένας.
Οι διαφορές σε σχέση με την περιγραφή του Κοτσοβίλη, είναι ότι και πάλι το εικονιζόμενο σκάφος δεν έχει φλόκο(-ους) και ότι η σακκολέφη του (το ιστίο) δεν εκτείνεται μέχρι το κοράκι της πλώρης, αλλά φέρει τουρκετίνα (αράπη). Υπενθυμίζω πάλι ότι ο Αντωνίου στην περιγραφή του δεν καταγράφει την επέκταση της σακκολέφης (ιστίου) ως γενικευμένη-επιβεβλημένη. Αυτό κατά την γνώμη μου είναι λεπτομέρεια, δηλαδή η διαφορά στις εκδοχές της ίδιας ιστιοφορίας, καθόσον στην περιγραφή (του) ο Κοτσοβίλης, αναφέρεται σε «σχέδιο Τσιρνικιού», ενώ εδώ το σκάφος είναι τρεχαντήρι. Κι εγώ ως απλός λάτρης παραδοσιακών ιστιοφόρων, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις διαφορές γάστρας, που ενδεχομένως επιβάλουν ή όχι τη χρήση φλόκων.
Το σημαντικό είναι ότι έχω δύο φωτογραφίες με σκάφη με πρωτότυπες - ασυνήθιστες ιστιοφορίες τόσο κοντινές, που δεν μπορεί να είναι απλά μία σύμπτωση. Και στις δύο εικονίζονται δύο ίδια σπογγαλιευτικά σκάφη με γάστρα τρεχαντηριού, ιστιοφορία σακκολέφης με τουρκετίνα, ενώ και στα δύο υπάρχει αναρτημένο από την τσούντα της αντένας τους μία «μετζάνα» ή όπως αλλιώς θα έπρεπε να λέγεται…που αναδεικνύουν την κοντινότερη περιγραφή του Κοτσοβίλη και Αντωνίου για την ιστιοφορία Μπελούς.
Δεν ξέρω αν ο χρόνος θα με επιβεβαιώσει ή θα με διαψεύσει, αλλά μου φτάνει που είχα την ευκαιρία να το διασκεδάσω ταξιδεύοντας στην βιβλιογραφία.
Ευχαριστώ
Επικαιροποίηση
Οκτώβριος 2019
Θεωρώ πως δεν διαθέτω υπομονή, αλλά ξέρω σίγουρα πως διαθέτω επιμονή.
Η συνεχής μου λοιπόν αναζήτηση, έφερε στο φως κάποια νέα στοιχεία για την χρήση του όρου «Μπελλού», εκ των οποίων ένα από αυτά, εκτιμάται ως καθοριστικό.
Κρίνω όμως χρήσιμο να παραθέσω, αλλά και να προσθέσω, όλα τα νέα στοιχεία για κάθε περαιτέρω χρήση.
Έτσι λοιπόν προέκυψαν και οι περιπτώσεις όπου «Μπελλού» είναι
- Σκάφος με 14 κοπηλάτες και δύο πυροβόλα που κατασκευαζόταν στην Σάμο. («UNITED SERVICE MAGAZINE Naval and Military journal 1842. p a r t II». /σελ. 76) καθώς και
- Σκάφος παραλλαγή του «Μύστικου», με έως 20 κοπηλάτες και με τον προσδιορισμό «Μαλτέζα». Έφερε τριγωνικό ιστίο στον επιδρομίσκο (?)-αφαιρετή γάμπια και φλόκο. Με χρήση κυρίως στα Σφακιά (Κρήτη), ονομαζόταν «Μπελλού» απο Ερμουπολίτες και Μυκονιάτες όταν η γάστρα ήταν Τρεχαντηριού. («ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΜΟς 3ος σελ 75 Σίμψας Μάριος)
Κι αυτά όμως τα νέα στοιχεία, ως μόνο περιγραφικά κείμενα, και πάλι καταδεικνύουν την ασάφεια του όρου, ή ακόμα ίσως και την προσωπική ερμηνεία του ερευνητή-συγγραφέα.
Όμως υπήρξε ακόμη ένα στοιχείο, και μάλιστα από αυτά που δεν επιδέχονται παρερμηνείες. Και ως τέτοιο, δεν θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο, παρά μόνο μία φωτογραφία...
Η φωτογραφία είναι σε μορφή φωτεινής εικόνας (slide) και αποτελεί τμήμα στεροσκοπικής, τραβηγμένη στο λιμάνι της Σύρου με χρονολογία 1911.
Το τι εικονίζει γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν κάποιος έχει ακολουθήσει το άρθρο μου.
Κι αν μέχρι τώρα, στο προηγούμενο τμήμα του άρθρου μου, υπήρχε αμφιβολία (σε σχέση με την περιγραφή στο βιβλίο του Κοτσοβίλλη), καθόσον η προηγούμενη φωτογραφία έδειχνε σκάφος με την χαρακτηριστική τριγωνική μετζάνα στην άκρη της αντένας, αλλά χωρίς μεγάλη σακκολέφη (ιστίο) και χωρίς μπαστούνι-φλόκο, η νέα φωτογραφία τα περιέχει όλα.
Επιπλέον και εξ ίσου σημαντικό είναι πως, ως μία ακόμα φωτογραφία (2η), εξαλείφει τις συμπτώσεις και επιβεβαιώνει αυτήν την ιστιοφορία...
Τουλάχιστον εγώ, δεν αμφιβάλω για το τι περιγράφεται από τον Κοτσοβίλλη ως «Μπελλού».
Ευχαριστώ