Ως Έλληνας μοντελιστής και προερχόμενος από ναυτική οικογένεια, από τα πρώτα μοντέλα που έχω κατασκευάσει είναι και το καΐκι του παππού μου. Ο παππούς μου ήταν ψαράς και είχε δύο τρεχαντήρια με αρματωσιά (εξαρτισμό) απλής σακολέβας. Ο πατέρας μου είχε πάντα να πεί μια ιστορία για εκείνα τα σκαριά και θυμάμαι είχε μία φωτογραφία, ίσως την μοναδική, που έδειχνε μια σκηνή σε λιμάνι, με ένα μεγάλο άσπρο πανί πάνω από το κεφάλι του παππού μου.Την είχα δει μία φορά, αλλά δυστυχώς δεν ξέρω τι απέγινε. Σκέφτηκα λοιπόν, ότι ήταν η σειρά μου να διατηρήσω τη μνήμη του και τα καΐκια του, μέσα από τον δικό μου τρόπο και να κατασκευάσω το μοντέλο ενός από τα σκάφη του.
Έτσι, όταν βρήκα τα σχέδια της "Ελληνικής Σακολέβας", του Ναυάρχου Paris στη συλλογή του «Suvenir de Marine", ήμουν εξοικειωμένος με αυτό το είδος του εξαρτισμού και θεώρησα την κατασκευή ενός τέτοιου μοντέλου, αρκετά ελκυστική.
Η σακολέβα ως όρος αναφέρεται κυρίως στον απλό εξαρτισμό του σκάφους, (ένα τετράγωνο πανί που διατηρείται ανοικτό από μία διαγώνιο αντένα σε ένα μικρό ιστό), ενώ η «Ελληνική Σακκολέβα-1835" στα σχέδια του Ν. Paris, υποδεικνύει-παραπέμπει σε συγκεκριμένο σκάφος (γάστρα και εξαρτισμό).
Η λέξη "σακολαιφέα" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα είδος πανιού που εμφανίζεται για πρώτη φορά σε Βυζαντινά κείμενα του 12ου αιώνα και προέρχεται, ετυμολογικά από το "σάγος" (μανδύας) και «λαίφος" (ένδυμα). Οι αρχαιότερες απεικονίσεις εξαρτισμού σακολέβας βρέθηκαν σε επιτύμβιες στήλες και ανάγλυφες παραστάσεις των πλοίων από τον 1ο έως τον 3ο μ.Χ. αιώνα στην Ιταλία και την Ελλάδα. Από τότε, η λέξη έχει εμφανιστεί με μια σειρά από παραλλαγές, όπως σακολέβα -σακολέφα –σακολέφη-τσακουλέβα κλπ.
Παρά το γεγονός ότι ο εξαρτισμός σακολέβας, ακόμη και με διαφορές, ήταν διαδεδομένος από τη Βόρεια Ευρώπη έως τη Μεσόγειο, οι Έλληνες, έχοντας να αντιμετωπίσουν το "Αρχιπέλαγος" (Αιγαίο) και τις ιδιαιτερότητές του, ήταν εκείνοι που ανέπτυξαν πολλές τοπικές παραλλαγές, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια την τοπική παράδοση και το μέγεθος των σκαφών τους.
Έτσι, αυτό που ο Ν. Paris είχε δει και κατέγραψε, είναι ένα σκάφος που είχε γάστρα με καθρέπτη στην πρύμνη και ένα ευθύ γυρτό προς τα εμπρός πλωριό ποδόσταμο. Το σχέδιο δείχνει επίσης ότι το πλοίο είχε ως εξαρτισμό πανί σακολέβας στον κεντρικό ιστό αλλά και μετζάνα στην πρύμνη. Αρκετά διαφορετικό και πιο σύνθετο από τον εξαρτισμό των Τρεχαντηριών του παππού μου, αλλά αυτή ήταν μια ακόμα παραλλαγή σακολέβας, ένα εμπορικό-μεταφορικό σκάφος που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες τον 18ο και 19ο αιώνα.
Άρχισα να μελετώ τα σχέδια του Ν. Paris τα οποία επιβεβαιώθηκαν από ένα σκίτσο από το βιβλίο «Kosten Fahrzeuge des Adriatische Meere" του Dabovich PE . αλλά θέλοντας περισσότερα, ζήτησα βοήθεια από την ομάδα του naftotopos.gr.
Προς ευχάριστη έκπληξή μου, μου έδωσαν κάποια επιπλέον σχέδια και τις μετρήσεις που είχαν ληφθεί από ένα μισομόδελο γάστρας σακολέβας, το οποίο διατηρείται σε ένα πάνω από 100 ετών παλιό ναυπηγείο, στο νησί της Λέσβου και ανήκει στην οικογένεια των Γιαμουγιάννη.
Επιπλέον, στο naftotopos.gr, το τμήμα των παλιών φωτογραφιών (πάνω από 1500), μου έδωσε ότι χρειαζόμουν για να νοιώθω έτοιμος να ξεκινήσω. Είχα αποφασίσει να ακολουθήσω τον Ν. Paris, αλλά συνδυάζοντας και συγκρίνοντας τα σχέδια του με τα υπόλοιπα στοιχεία (ειδικά του μισομόδελου), βρήκα ότι η σχεδιασμένη γάστρα, θα έπρεπε να διαθέτει περισσότερα βύθισμα. Έτσι ξανασχεδίασα μία υψηλότερη και φαρδύτερη νέα γάστρα, διατηρώντας όμως το μήκος και τις γωνίες των ποδοσταμάτων του αρχικού σχεδίου. Επέλεξα την κλίμακα 1:25 που θα μου έδινε μία συνολικού μήκους γάστρας 45 εκατοστών και 13,5 εκατοστών πλάτους που αργότερα και αφού τοποθετήθηκε ο εξαρτισμός, τελικά έγινε 63 εκατοστών μήκους και 42 εκατοστών ύψους.
Κατασκεύασα το σκάφος από το μηδέν, με τη μέθοδο «πέτσωμα σε ολόσωμους νομείς» και με μονό πέτσωμα. Για την κατασκευή της ψευδοκαρίνας και των νομέων, χρησιμοποίησα κόντρα πλακέ θαλάσσης, ενώ για το πέτσωμα της γάστρας και του καταστρώματος, συνδυασμό από ξύλο καρυδιάς, σφενδάμου και Ramin.
Μερικές λεπτομέρειες στο κατάστρωμα έπρεπε να σχεδιασθούν από εμένα και όλα τα εξαρτήματα έγιναν επίσης από το μηδέν με μικρά κομμάτια ξύλου. Έχοντας την πρόθεση να κάνω παλαίωση στο μοντέλο και επειδή, όπως νόμιζα, η φθορά των ξύλινων τμημάτων δεν θα ήταν εύκολη να γίνει μετά από τον χρωματισμό του, γι’ αυτό και το έκανα ότι πριν. Έτσι, κάποιος εξοπλισμός (εξαρτήματα) του καταστρώματος, όπως μπίντες και κοτσανέλα και όπου ένα σχοινί θα είχε αφήσει τα σημάδια του, αν ήταν ένα πραγματικό πλοίο, τρίφτηκαν με μικρή ράσπα.
Πρόσθετη προσοχή δόθηκε στην επιφάνεια του καθρέφτη. Γνώριζα ότι θα ήταν ένα ισχυρό σημείο του μοντέλου και όπως ο καθρέφτης ενός πραγματικού πλοίου την εποχή εκείνη, θα έπρεπε να είναι διακοσμημένος με πρόσθετα ξυλόγλυπτα, που αργότερα θα χρωματίζονταν. Για τα μεταλλικά μέρη, χρησιμοποίησα χαλκό σε ταινίες και σε ράβδους, που μορφοποιήθηκαν ανάλογα-κατάλληλα με πένσα και σίδερο συγκόλλησης. Στο στάδιο του εξαρτισμού και κατασκευάζοντας τα πανιά, ακολούθησα ακριβώς τα σχέδια του Ν.Paris.
Αν έχετε την ευκαιρία, θα δείτε ότι (στο σχέδιο του) σε κάθε ζωγραφισμένο πανί, υπάρχουν αριθμοί, που μετρούν τους επιφάνεια σε m2 (τετραγωνικά μέτρα). Αυτό δείχνει, σε αντίθεση με την δουλειά που έγινε στην γάστρα, ότι οι μετρήσεις για τα πανιά ήταν πιο ακριβείς. Νομίζω θα έχετε προσέξει ότι (στα πανιά) και σύμφωνα με το σχέδιο, δεν έχω κατασκευάσει τσαμαντάνια και μούδες. Οι πραγματικές σακολέβες δεν είχαν μούδες. Τα καΐκια με εξαρτισμό σακολέβας, μετέφεραν δύο ή τρία επιπλέον αντίστοιχα πανιά διαφόρων μεγεθών μαζί με τις αντένες τους και τα οποία χρησιμοποιούσαν κάθε φορά ανάλογα με την ένταση του ανέμου. Μεγαλύτερα σκάφη, σε αντίθεση με τον συνηθισμένο τρόπο ένα πανί να μειώνεται από την βάση του και να δένεται πάνω στην ράντα, είχαν ένα σύστημα όπου το πανί μουδάρονταν και δένονταν το κατάρτι.
Χρωματίζοντας την γάστρα, εκτός από την αισθητική μου, θα έπρεπε να λάβω υπόψη μου την Ελ. ναυτική παράδοση και όπως αυτή έχει φτάσει τις μέρες μας, μέσα από τη λογοτεχνία και τα πραγματικά σκάφη. Και πάλι, η βοήθεια της ομάδας του naftotopos.gr ήταν σημαντική. Έτσι χρησιμοποίησα φωτεινά χρώματα που παραπέμπουν στο Ανατολικό Αιγαίο και ονόμασα το σκάφος «Θεόφιλος», το όνομα ενός λαϊκού ζωγράφου της Λέσβου, ο οποίος έζησε και ζωγράφισε όταν στις θάλασσές μας, ακόμα ταξίδευε η «Ελληνική Σακολέβα".
Ευχαριστώ
Γιώργος Μπουζούνης
- Συντακτική επιμέλεια, έρευνα, τεκμηρίωση, εικόνες για τον naftotopo: Θανάσης Γιαννίκος
- Πηγές: Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος ( Άτλας παραδοσιακών σκαφών Ανατολικής Μεσογείου τον 18ο & 19ο αιώνες).
Δείτε εδώ το αφιέρωμα στο Γαλλικό περιοδικό MRB Magazine
Φωτογραφίες από το μοντέλο
{nomultithumb}